Επίθετο

επεξεργασία
παραθετικά
θετικός relaxed
συγκριτικός more relaxed
υπερθετικός most relaxed

relaxed (en)

  1. ήρεμος, για ένα άτομο που δεν έχει άγχος
    ⮡  There was a relaxed expression on her face.
    Υπήρχε μια ήρεμη έκφραση στο πρόσωπό της.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη calm
  2. χαλαρός, που δεν ενδιαφέρεται πολύ για την πειθαρχία ή για να κάνει τους ανθρώπους να ακολουθούν κανόνες
    ⮡  relaxed discipline/relaxed morals - χαλαρή πειθαρχία/χαλαρά ήθη

  Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

relaxed (en)