relaxed
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | relaxed |
συγκριτικός | more relaxed |
υπερθετικός | most relaxed |
relaxed (en)
- ήρεμος, για ένα άτομο που δεν έχει άγχος
- χαλαρός, που δεν ενδιαφέρεται πολύ για την πειθαρχία ή για να κάνει τους ανθρώπους να ακολουθούν κανόνες
- ↪ relaxed discipline/relaxed morals - χαλαρή πειθαρχία/χαλαρά ήθη
Ρηματικός τύπος
επεξεργασίαrelaxed (en)
Πηγές
επεξεργασία- relaxed - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 959. ISBN 9780194325684., λήμμα: χαλαρός