ενεστώτας relax
γ΄ ενικό ενεστώτα relaxes
αόριστος relaxed
παθητική μετοχή relaxed
ενεργητική μετοχή relaxing

  Ετυμολογία

επεξεργασία
relax < παλαιά γαλλική relaxer < λατινική relaxare (χαλαρώνω)

relax (en)

  1. (αμετάβατο) χαλαρώνω, ξεκουράζομαι ενώ κάνω κάτι που μου αρέσει, ειδικά μετά από δουλειά ή προσπάθεια
    ⮡  When I listen to music, I relax.
    Όταν ακούω μουσική, χαλαρώνω.
    ⮡  Sit back and relax!
    Ξάπλωσε και ξεκουράσου!
  2. (μεταβατικό και αμετάβατο) ηρεμώ, ξεκουράζω, γίνομαι ή κάνω κάποιον να γίνει πιο ήρεμος και να ανησυχεί λιγότερο
    ⮡  Relax now, the worst has passed!
    Ηρεμείστε τώρα, το μεγάλο κακό πέρασε!
    ⮡  I read to relax my mind.
    Διαβάζω για να ξεκουράσω το μυαλό μου.
     συνώνυμα:  calm, calm down, cool down, cool off, settle down και soothe
  3. (μεταβατικό και αμετάβατο) χαλαρώνω, γίνομαι ή κάνω κάτι να γίνει λιγότερο σφιχτό ή άκαμπτο
    ⮡  Relax the ropes.
    Χαλάρωσε τα σχοινιά.
  4. (μεταβατικό) χαλαρώνω, μετριάζω, επιτρέπω να γίνουν λιγότερο αυστηροί κανόνες, νόμοι κτλ.
    ⮡  The police’s measures were relaxed.
    Χαλάρωσαν τα μέτρα της αστυνομίας.
    ⮡  They relaxed his punishment.
    Μετρίασαν την τιμωρία του.

Συγγενικά

επεξεργασία