relaxation
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
relaxation (en)
- η χαλάρωση, η ξεκούραση
- ↪ Relaxation for me is being at home and not doing anything.
- Ξεκούραση για μένα είναι το να είμαι στο σπίτι και να μην κάνω τίποτα.
- ↪ Relaxation for me is being at home and not doing anything.
Πηγές επεξεργασία
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
relaxation (fr) θηλυκό