ξεκούραση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ξεκούραση | ||
γενική | της | ξεκούρασης | ||
αιτιατική | την | ξεκούραση | ||
κλητική | ξεκούραση | |||
Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ξεκούραση θηλυκό
- η κατάσταση στην οποία κάποιος αποφεύγει την εργασία, ώστε να ανακτήσει τις δυνάμεις του και να αναπτύξει και άλλες δραστηριότητες
- η αίσθηση που έχει κάποιος που απαλλάσσεται από την κούραση