soothe
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | soothe |
γ΄ ενικό ενεστώτα | soothes |
αόριστος | soothed |
παθητική μετοχή | soothed |
ενεργητική μετοχή | soothing |
Ρήμα
επεξεργασίαsoothe (en)
- (μεταβατικό) ησυχάζω, καλμάρω, κάνω κάποιον που είναι ανήσυχος, αναστατωμένος κτλ. να νιώθει πιο ήρεμος
- (μεταβατικό) ανακουφίζω έναν πόνο ή ένα βάρος
- (αμετάβατο) φέρνω ηρεμία, ανακούφιση
Πηγές
επεξεργασία- soothe - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 364. ISBN 9780194325684., λήμμα: ησυχάζω