ενεστώτας soothe
γ΄ ενικό ενεστώτα soothes
αόριστος soothed
παθητική μετοχή soothed
ενεργητική μετοχή soothing

soothe (en)

  1. (μεταβατικό) ησυχάζω, καλμάρω, κάνω κάποιον που είναι ανήσυχος, αναστατωμένος κτλ. να νιώθει πιο ήρεμος
    ⮡  He soothed the crying baby.
    Ησύχασε το μωρό που κλαίει.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη relax
  2. (μεταβατικό) ανακουφίζω έναν πόνο ή ένα βάρος
  3. (αμετάβατο) φέρνω ηρεμία, ανακούφιση