settle down
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | settle down |
γ΄ ενικό ενεστώτα | settles down |
αόριστος | settled down |
παθητική μετοχή | settled down |
ενεργητική μετοχή | settling down |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαsettle down (en)
- στρώνομαι, βολεύομαι, μπαίνω σε μια άνετη θέση, είτε καθισμένος είτε ξαπλωμένος
- νοικοκυρεύω, αρχίζω να έχω έναν πιο ήσυχο τρόπο ζωής, ζω σε ένα μέρος
- ⮡ Get married and settle down.
- Παντρέψου και νοικοκυρευτείς.
- ⮡ You must find a wife to settle down with.
- Πρέπει να βρεις μια γυναίκα να νοικοκυρευτείς κι εσύ.
- ⮡ At your age you should have settled down.
- Στην ηλικία σου έπρεπε να έχεις νοικοκυρευτεί.
- ⮡ Get married and settle down.
- (μεταβατικό και αμετάβατο) καταλαγιάζω, κοπάζω, ηρεμώ κάποιον ή έρχομαι σε κατάσταση ηρεμίας
Πηγές
επεξεργασία- settle down - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 424, 828. ISBN 9780194325684., λήμμα: καταλαγιάζω, στρώνω