κοπάζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κοπάζω < αρχαία ελληνική κοπάζω
Προφορά
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίακοπάζω
- μειώνεται στο ελάχιστο η έντασή μου ή παύω να υφίσταμαι, ξεθυμαίνω, καταλαγιάζω
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | κοπάζω | κόπαζα | θα κοπάζω | να κοπάζω | κοπάζοντας | |
β' ενικ. | κοπάζεις | κόπαζες | θα κοπάζεις | να κοπάζεις | κόπαζε | |
γ' ενικ. | κοπάζει | κόπαζε | θα κοπάζει | να κοπάζει | ||
α' πληθ. | κοπάζουμε | κοπάζαμε | θα κοπάζουμε | να κοπάζουμε | ||
β' πληθ. | κοπάζετε | κοπάζατε | θα κοπάζετε | να κοπάζετε | κοπάζετε | |
γ' πληθ. | κοπάζουν(ε) | κόπαζαν κοπάζαν(ε) |
θα κοπάζουν(ε) | να κοπάζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | κόπασα | θα κοπάσω | να κοπάσω | κοπάσει | ||
β' ενικ. | κόπασες | θα κοπάσεις | να κοπάσεις | κόπασε | ||
γ' ενικ. | κόπασε | θα κοπάσει | να κοπάσει | |||
α' πληθ. | κοπάσαμε | θα κοπάσουμε | να κοπάσουμε | |||
β' πληθ. | κοπάσατε | θα κοπάσετε | να κοπάσετε | κοπάστε | ||
γ' πληθ. | κόπασαν κοπάσαν(ε) |
θα κοπάσουν(ε) | να κοπάσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω κοπάσει | είχα κοπάσει | θα έχω κοπάσει | να έχω κοπάσει | ||
β' ενικ. | έχεις κοπάσει | είχες κοπάσει | θα έχεις κοπάσει | να έχεις κοπάσει | ||
γ' ενικ. | έχει κοπάσει | είχε κοπάσει | θα έχει κοπάσει | να έχει κοπάσει | ||
α' πληθ. | έχουμε κοπάσει | είχαμε κοπάσει | θα έχουμε κοπάσει | να έχουμε κοπάσει | ||
β' πληθ. | έχετε κοπάσει | είχατε κοπάσει | θα έχετε κοπάσει | να έχετε κοπάσει | ||
γ' πληθ. | έχουν κοπάσει | είχαν κοπάσει | θα έχουν κοπάσει | να έχουν κοπάσει |
|
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κοπάζω < κόπτω
Ρήμα
επεξεργασίακοπάζω