• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

καταλαγιάζω

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ρήμα
      • 1.2.1 Συγγενικά
      • 1.2.2 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)

επεξεργασία

Ετυμολογία

επεξεργασία
καταλαγιάζω < μεσαιωνική ελληνική καταλαγιάζω / καταλλαγιάζω < αρχαία ελληνική καταλλαγή

Ρήμα

επεξεργασία

καταλαγιάζω

  1. (μεταβατικό) ηρεμώ, καταπραΰνω κάποιον
    Τα γλυκά της λόγια καταλάγιασαν το θυμό του.
  2. (αμετάβατο) έρχομαι σε κατάσταση ηρεμίας, γαλήνης
    Κάποτε τα πάθη καταλαγιάζουν.

Συγγενικά

επεξεργασία
  • καταλλαγή

Μεταφράσεις

επεξεργασία
    καταλαγιάζω
  • αγγλικά : settle down (en)
  • γαλλικά : apaiser (fr), calmer (fr)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=καταλαγιάζω&oldid=5691184"
Τελευταία επεξεργασία στις 28 Μαΐου 2023, στις 22:07

Γλώσσες

      Αυτή η σελίδα δεν είναι διαθέσιμη σε άλλες γλώσσες.

      Βικιλεξικό
      • Wikimedia Foundation
      • Powered by MediaWiki
      • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 28 Μαΐου 2023, στις 22:07.
      • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
      • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
      • Σχετικά με Βικιλεξικό
      • Αποποίηση ευθυνών
      • Κώδικας συμπεριφοράς
      • Προγραμματιστές
      • Στατιστικά
      • Δήλωση cookie
      • Όροι χρήσης
      • Επιφάνεια εργασίας