abate
Αγγλικά (en)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- abate < (κληρονομημένο) μέση αγγλική abaten < παλαιά γαλλική abatre < λατινική abbatto < ab- + batto < battuere
ΡήμαΕπεξεργασία
abate (en)
Ιταλικά (it)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- abate < λατινική abbas < αρχαία ελληνική ἀββᾶς
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
abate αρσενικό
Επεξεργασία
Ρουμανικά (ro)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
abate (ro)