ενεστώτας abate
γ΄ ενικό ενεστώτα abates
αόριστος abated
παθητική μετοχή abated
ενεργητική μετοχή abating

  Ετυμολογία

επεξεργασία
abate < (κληρονομημένο) μέση αγγλική abaten < παλαιά γαλλική abatre < λατινική abbatto < ab- + batto < battuere

abate (en)

Παράγωγα

επεξεργασία
  • abate - Douglas Harper, Online Etymology Dictionary (Διαδικτυακό ετυμολογικό λεξικό) etymonline.com (αγγλικά, από το 2001)
  • abate - Oxford Learner's Dictionaries
  • Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 465. ISBN 9780194325684. , λήμμα: κοπάζω



  Ετυμολογία

επεξεργασία
abate < υστερολατινική abbas, θέμα abbat- < αρχαία ελληνική ἀββᾶς

  Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

abate αρσενικό

Συγγενικά

επεξεργασία



  Ετυμολογία

επεξεργασία
abate < ιταλική abate < λατινική abbas < αρχαία ελληνική ἀββᾶς

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

abate (ro)