ενεστώτας blow over
γ΄ ενικό ενεστώτα blows over
αόριστος blew over
παθητική μετοχή blown over
ενεργητική μετοχή blowing over

  Ετυμολογία

επεξεργασία
blow over < → δείτε τις λέξεις blow και over

blow over (en)

  • ξεθυμαίνω, περνάω, μια κατάσταση τελειώνει χωρίς σοβαρές συνέπειες
    ⮡  Soon the storm will blow over.
    Σύντομα θα ξεθυμάνει η θύελλα.
    ⮡  When the scandal blows over
    Όταν περάσει το σκάνδαλο…
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη abate