Ετυμολογία

επεξεργασία
ξεθυμαίνω < μεσαιωνική ελληνική ξεθυμαίνω < (ελληνιστική κοινή) ἐκθυμαίνω < αρχαία ελληνική θυμαίνω < θυμός

ξεθυμαίνω

  1. μου φεύγει ο θυμός, ηρεμώ, αφού όμως συνήθως έχω ξεσπάσει ή έχω κάνει κάτι άλλο που βοήθησε να εκτονωθώ, καταλαγιάζουν τα συναισθήματά μου, συνήθως της οργής
    Ουφ! Του τα ’πα χύμα και ξεθύμανα
  2. ξεσπώ, εκτονώνομαι
    Σε μένα βρήκε να ξεθυμάνει; Να τα έβαζε με εκείνον που της έφταιγε!
  3. ατονώ, χάνεται το ενδιαφέρον μου για κάτι ή κάτι χάνει τη σπιρτάδα του
    Κι ο έρωτας ξεθυμαίνει
    Ξεθύμανε η κόκα-κόλα, τώρα θα πετάξω ένα λίτρο επειδή άφησες πάλι ανοιχτό το μπουκάλι!
  4. καταλαγιάζει ένα στοιχείο της φύσης
    ξεθύμανε το ηφαίστειο

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία