ξεθυμαίνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ξεθυμαίνω < μεσαιωνική ελληνική ξεθυμαίνω < (ελληνιστική κοινή) ἐκθυμαίνω < αρχαία ελληνική θυμαίνω < θυμός
Ρήμα
επεξεργασίαξεθυμαίνω
- μου φεύγει ο θυμός, ηρεμώ, αφού όμως συνήθως έχω ξεσπάσει ή έχω κάνει κάτι άλλο που βοήθησε να εκτονωθώ, καταλαγιάζουν τα συναισθήματά μου, συνήθως της οργής
- Ουφ! Του τα ’πα χύμα και ξεθύμανα
- ξεσπώ, εκτονώνομαι
- Σε μένα βρήκε να ξεθυμάνει; Να τα έβαζε με εκείνον που της έφταιγε!
- ατονώ, χάνεται το ενδιαφέρον μου για κάτι ή κάτι χάνει τη σπιρτάδα του
- Κι ο έρωτας ξεθυμαίνει
- Ξεθύμανε η κόκα-κόλα, τώρα θα πετάξω ένα λίτρο επειδή άφησες πάλι ανοιχτό το μπουκάλι!
- καταλαγιάζει ένα στοιχείο της φύσης
- ξεθύμανε το ηφαίστειο
Συγγενικά
επεξεργασία- αξεθύμαστα
- αξεθύμαστος
- ξεθυμασμένος
- → δείτε τη λέξη θυμός
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ξεθυμαίνω | ξεθύμαινα | θα ξεθυμαίνω | να ξεθυμαίνω | ξεθυμαίνοντας | |
β' ενικ. | ξεθυμαίνεις | ξεθύμαινες | θα ξεθυμαίνεις | να ξεθυμαίνεις | ξεθύμαινε | |
γ' ενικ. | ξεθυμαίνει | ξεθύμαινε | θα ξεθυμαίνει | να ξεθυμαίνει | ||
α' πληθ. | ξεθυμαίνουμε | ξεθυμαίναμε | θα ξεθυμαίνουμε | να ξεθυμαίνουμε | ||
β' πληθ. | ξεθυμαίνετε | ξεθυμαίνατε | θα ξεθυμαίνετε | να ξεθυμαίνετε | ξεθυμαίνετε | |
γ' πληθ. | ξεθυμαίνουν(ε) | ξεθύμαιναν ξεθυμαίναν(ε) |
θα ξεθυμαίνουν(ε) | να ξεθυμαίνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ξεθύμανα | θα ξεθυμάνω | να ξεθυμάνω | ξεθυμάνει | ||
β' ενικ. | ξεθύμανες | θα ξεθυμάνεις | να ξεθυμάνεις | ξεθύμανε | ||
γ' ενικ. | ξεθύμανε | θα ξεθυμάνει | να ξεθυμάνει | |||
α' πληθ. | ξεθυμάναμε | θα ξεθυμάνουμε | να ξεθυμάνουμε | |||
β' πληθ. | ξεθυμάνατε | θα ξεθυμάνετε | να ξεθυμάνετε | ξεθυμάνετε | ||
γ' πληθ. | ξεθύμαναν ξεθυμάναν(ε) |
θα ξεθυμάνουν(ε) | να ξεθυμάνουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ξεθυμάνει | είχα ξεθυμάνει | θα έχω ξεθυμάνει | να έχω ξεθυμάνει | ||
β' ενικ. | έχεις ξεθυμάνει | είχες ξεθυμάνει | θα έχεις ξεθυμάνει | να έχεις ξεθυμάνει | ||
γ' ενικ. | έχει ξεθυμάνει | είχε ξεθυμάνει | θα έχει ξεθυμάνει | να έχει ξεθυμάνει | ||
α' πληθ. | έχουμε ξεθυμάνει | είχαμε ξεθυμάνει | θα έχουμε ξεθυμάνει | να έχουμε ξεθυμάνει | ||
β' πληθ. | έχετε ξεθυμάνει | είχατε ξεθυμάνει | θα έχετε ξεθυμάνει | να έχετε ξεθυμάνει | ||
γ' πληθ. | έχουν ξεθυμάνει | είχαν ξεθυμάνει | θα έχουν ξεθυμάνει | να έχουν ξεθυμάνει |
|