blow
Αγγλικά (en) Επεξεργασία
ενεστώτας | blow |
---|---|
γ΄ ενικό ενεστώτα | blows |
αόριστος | blew |
παθητική μετοχή | blown |
ενεργητική μετοχή | blowing |
αγγλικά ανώμαλα ρήματα |
ΡήμαΕπεξεργασία
blow (en) (αόρ. : blew, παθ. μτχ. : blown)
- φυσώ
- The wind blows with 10 MPH.(Ο άνεμος φωσάει με 10 μίλια την ώρα)
- ξοδεύω χωρίς σκοπό τα χρήματά μου
- He blows his money for nothing.(Ξοδεύει τα χρήματα του για το τίποτα.)
- (χυδαίο) τσιμπουκώνω, παίρνω πίπα
- εκρήγνυμαι
ΕκφράσειςΕπεξεργασία
- blow (something) wide open: εκθέτω τα προβλήματα, τη διαφθορά