πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ριπή οι ριπές
      γενική της ριπής των ριπών
    αιτιατική τη ριπή τις ριπές
     κλητική ριπή ριπές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

ριπή θηλυκό

  1. βίαιη, σφοδρή κίνηση (συνήθως του ανέμου)
      Το παράθυρο δεν ήταν καλά κλεισμένο, ανοίγει διάπλατα από μια ριπή ανέμου, η κουρτίνα κολπώνεται αθόρυβα, πυκνή ομίχλη εισβάλλει, απλώνεται, κατακλύζει ολόκληρο το δωμάτιο. (Αλέξανδρος Σχινάς, Το πρόσωπο [διήγημα])
  2. σύνολο από διαδοχικές βολές πυροβόλου όπλου που εκτελούνται με μεγάλη ταχύτητα

Εκφράσεις

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία