waste
Αγγλικά (en)
επεξεργασία
Επίθετο
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
waste | wastes |
waste (en)
- (μη μετρήσιμο) τα απόβλητα
- ⮡ The waste is taken to the sewage treatment plant.
- Τα απόβλητα μεταφέρονται στον σταθμό επεξεργασίας λυμάτων.
- ⮡ The system is eco-friendly because the waste heat is converted to electricity.
- Το σύστημα είναι φιλικό προς το περιβάλλον, επειδή η θερμότητα που αποβάλλεται μετατρέπεται σε ηλεκτρική ενέργεια.
- ⮡ The waste is taken to the sewage treatment plant.
- το κουφάρι
- το σκουπίδι
- η σπατάλη
- ⮡ It’s a waste of time/money/energy.
- Είναι σπατάλη χρόνου/χρήματος/ενέργειας.
- ⮡ It’s a waste of time/money/energy.
- ο ερημότοπος, η ερημιά
Εκφράσεις
επεξεργασία- waste collection: η συλλογή των απορριμμάτων
- waste collection vehicle: το απορριμματοφόρο, το σκουπιδιάρικο
Ρήμα
επεξεργασία
ενεστώτας | waste |
γ΄ ενικό ενεστώτα | wastes |
αόριστος | wasted |
παθητική μετοχή | wasted |
ενεργητική μετοχή | wasting |
waste (en)
Εκφράσεις
επεξεργασία- waste time: χάνω χρόνο
- waste youth: χαραμίζω τα νιάτα
- waste not, want not: φύλαγε τα ρούχα σου...