waste
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | waste |
συγκριτικός | more waste |
υπερθετικός | most waste |
waste (en)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
waste | wastes |
waste (en)
- το απόβλητο
- το κουφάρι
- το σκουπίδι
- η σπατάλη
- ↪ It’s a waste of time/money/energy.
- Είναι σπατάλη χρόνου/χρήματος/ενέργειας.
- ↪ It’s a waste of time/money/energy.
- ο ερημότοπος, η ερημιά
Εκφράσεις
επεξεργασία- waste collection: η συλλογή των απορριμμάτων
- waste collection vehicle: το απορριμματοφόρο, το σκουπιδιάρικο
Ρήμα
επεξεργασίαενεστώτας | waste |
γ΄ ενικό ενεστώτα | wastes |
αόριστος | wasted |
παθητική μετοχή | wasted |
ενεργητική μετοχή | wasting |
waste (en)
Εκφράσεις
επεξεργασία- waste time: χάνω χρόνο
- waste youth: χαραμίζω τα νιάτα
- waste not, want not: φύλαγε τα ρούχα σου...