παραθετικά
θετικός waste
συγκριτικός more waste
υπερθετικός most waste

waste (en)

  1. έρημος ή άγονος (τόπος, έδαφος κλπ.)
  2. άχρηστος
  3. σκάρτος

Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
waste wastes

waste (en)

  1. (μη μετρήσιμο) τα απόβλητα
      The waste is taken to the sewage treatment plant.
    Τα απόβλητα μεταφέρονται στον σταθμό επεξεργασίας λυμάτων.
      The system is eco-friendly because the waste heat is converted to electricity.
    Το σύστημα είναι φιλικό προς το περιβάλλον, επειδή η θερμότητα που αποβάλλεται μετατρέπεται σε ηλεκτρική ενέργεια.
  2. το κουφάρι
  3. το σκουπίδι
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη trash
  4. η σπατάλη
      It’s a waste of time/money/energy.
    Είναι σπατάλη χρόνου/χρήματος/ενέργειας.
  5. ο ερημότοπος, η ερημιά

Εκφράσεις

επεξεργασία
ενεστώτας waste
γ΄ ενικό ενεστώτα wastes
αόριστος wasted
παθητική μετοχή wasted
ενεργητική μετοχή wasting

waste (en)

  1. κατασπαταλώ
  2. χαραμίζω
     συνώνυμα: blow, squander

Εκφράσεις

επεξεργασία