Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
σκουπιδιάρικο
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Συνώνυμα
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Σκουπιδιάρικο
στην Ταϊλάνδη
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
σκουπιδιάρικ
ο
τα
σκουπιδιάρικ
α
γενική
του
σκουπιδιάρικ
ου
των
σκουπιδιάρικ
ων
αιτιατική
το
σκουπιδιάρικ
ο
τα
σκουπιδιάρικ
α
κλητική
σκουπιδιάρικ
ο
σκουπιδιάρικ
α
Κατηγορία
όπως «
σίδερο
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
σκουπιδιάρικο
<
σκουπιδιάρης
+
-ικο
Ουσιαστικό
επεξεργασία
σκουπιδιάρικο
ουδέτερο
όχημα
για την
αποκομιδή
των απορριμάτων
Συνώνυμα
επεξεργασία
απορριμματοφόρο
Μεταφράσεις
επεξεργασία
σκουπιδιάρικο
αγγλικά
:
garbage truck
(en)
γαλλικά
:
benne
(fr)
à
ordures
(fr)