• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

σκουπιδιάρικο

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Συνώνυμα
      • 1.2.2 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)

επεξεργασία
Σκουπιδιάρικο στην Ταϊλάνδη
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σκουπιδιάρικο τα σκουπιδιάρικα
      γενική του σκουπιδιάρικου των σκουπιδιάρικων
    αιτιατική το σκουπιδιάρικο τα σκουπιδιάρικα
     κλητική σκουπιδιάρικο σκουπιδιάρικα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
σκουπιδιάρικο < σκουπιδιάρης + -ικο

Ουσιαστικό

επεξεργασία

σκουπιδιάρικο ουδέτερο

  • όχημα για την αποκομιδή των απορριμάτων

Συνώνυμα

επεξεργασία
  • απορριμματοφόρο

Μεταφράσεις

επεξεργασία
    σκουπιδιάρικο
  • αγγλικά : garbage truck (en)
  • γαλλικά : benne (fr) à ordures (fr)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=σκουπιδιάρικο&oldid=6940267"
Τελευταία επεξεργασία στις 30 Σεπτεμβρίου 2024, στις 16:01

Γλώσσες

    • English
    Βικιλεξικό
    • Wikimedia Foundation
    • Powered by MediaWiki
    • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 30 Σεπτεμβρίου 2024, στις 16:01.
    • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
    • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
    • Σχετικά με Βικιλεξικό
    • Αποποίηση ευθυνών
    • Κώδικας συμπεριφοράς
    • Προγραμματιστές
    • Στατιστικά
    • Δήλωση cookie
    • Όροι χρήσης
    • Επιφάνεια εργασίας