garbage truck
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
garbage truck | garbage trucks |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΠολυλεκτικός όρος
επεξεργασίαgarbage truck (en)
- (αμερικανικά αγγλικά) το απορριμματοφόρο, η σκουπιδιάρα, το σκουπιδιάρικο, το σκυβαλοφόρο
- ↪ The traffic jam was caused by a broken down garbage truck.
- Το μποτιλιάρισμα προκλήθηκε από ένα χαλασμένο απορριμματοφόρο.
- ↪ The traffic jam was caused by a broken down garbage truck.