πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το απορριμματοφόρο τα απορριμματοφόρα
      γενική του απορριμματοφόρου των απορριμματοφόρων
    αιτιατική το απορριμματοφόρο τα απορριμματοφόρα
     κλητική απορριμματοφόρο απορριμματοφόρα
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
σύγχρονο απορριμματοφόρο (1) στο Χονγκ Κονγκ

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

απορριμματοφόρο ουδέτερο

Συνώνυμα

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Κλιτικός τύπος επιθέτου

επεξεργασία