απορριμματοφόρος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- απορριμματοφόρος < απορρίμματα + -φόρος
Επίθετο επεξεργασία
απορριμματοφόρος. -ος ή -α, -ο, το ουδέτερο αναφερόμενο σε όχημα φέρεται ουσιαστικοποιημένο
- αυτός που φέρει, μεταφέρει απορρίμματα
- απορριμματοφόρος κάδος, απορριμματοφόρα μαούνα,
Μεταφράσεις επεξεργασία
απορριμματοφόρος
|