truck
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
truck | trucks |
Ετυμολογία
επεξεργασία- truck < truckle < λατινική trochus < αρχαία ελληνική τροχός
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαtruck (en)
- (μέσο μεταφορών, αμερικανικά αγγλικά) το φορτηγό (αυτοκίνητο), η νταλίκα
- ↪ A truck hit him.
- Τον χτύπησε ένα φορτηγό.
- ≈ συνώνυμα: lorry (βρετανικά αγγλικά)
- ↪ A truck hit him.
- τροχομονάδα (δομοστοιχείο - σύστημα τροχών τρένου), τροχοσασί, τροχόσασο
Σύνθετα
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία- truck στην αγγλική Βικιπαίδεια