φορτηγό
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | φορτηγό | τα | φορτηγά |
γενική | του | φορτηγού | των | φορτηγών |
αιτιατική | το | φορτηγό | τα | φορτηγά |
κλητική | φορτηγό | φορτηγά | ||
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- φορτηγό < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου φορτηγός
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /foɾ.tiˈɣo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : φορ‐τη‐γό
Ουσιαστικό επεξεργασία
φορτηγό ουδέτερο
- (μέσο μεταφορών) μηχανοκίνητο τροχοφόρο όχημα με ανοιχτή ή κλειστή καρότσα, κατάλληλο για τη μεταφορά φορτίων
- (μέσο μεταφορών, ναυτικός όρος) εμπορικό πλοίο που μεταφέρει φορτία
επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
φορτηγό
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
φορτηγό