φορτηγατζής
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
Προφορά
- ΔΦΑ : /foɾ.ti.ɣaˈd͡zis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : φορ‐τη‐γα‐τζής
Ουσιαστικό
φορτηγατζής αρσενικό (θηλυκό φορτηγατζού)
- (επάγγελμα) ιδιοκτήτης, κάτοχος φορτηγού
- o κάτοχος άδειας οδήγησης φορτηγών αυτοκινήτων
Συνώνυμα
- νταλικέρης
- καραγωγέας (λόγιο)
Συγγενικά
Μεταφράσεις
φορτηγατζής