Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η φορτηγίδα οι φορτηγίδες
      γενική της φορτηγίδας των φορτηγίδων
    αιτιατική τη φορτηγίδα τις φορτηγίδες
     κλητική φορτηγίδα φορτηγίδες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

φορτηγίδα < φορτηγίς -ίδος < φορτηγός

  Ουσιαστικό επεξεργασία

φορτηγίδα θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία