Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μαούνα οι μαούνες
      γενική της μαούνας
    αιτιατική τη μαούνα τις μαούνες
     κλητική μαούνα μαούνες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μαούνα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική μαούνα < οθωμανική τουρκική ماونه‎ (mavuna) ή ماعونه‎ (maʼuna) (τουρκική mavuna που τώρα γράφεται mavna) < αραβική مَاعُونَة (māʿūna) (αναφέρεται και η παλιά γαλλική λέξη mahonne, και η αγγλική επισης παλιά λέξη mahone που σημαίνει μεγάλο τουρκικό πλοίο)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μαούνα θηλυκό

  1. (ναυτικός όρος) φορτηγίδα, μικρό σκάφος μηχανοκίνητο ή μη (συνηθέστερα που ρυμουλκείται ή προωθείται) και χρησιμοποιείται στη μεταφορά εμπορευμάτων εντός ποταμών ή μεταφόρτωση από πλοίο σε πλοίο ή από ακτή ή λιμένα σε πλοίο που βρίσκεται σε αγκυροβόλιο και αντίστροφα
  2. (μεταφορικά, μειωτικό) αργοκίνητο μεταφορικό μέσο
  3. (μεταφορικά, μειωτικό) καθετί ογκώδες (συνήθως και άκομψο στην εμφάνιση)

Παράγωγα επεξεργασία

Συνώνυμα επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία