Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μαουνιέρης οι μαουνιέρηδες
      γενική του μαουνιέρη των μαουνιέρηδων
    αιτιατική τον μαουνιέρη τους μαουνιέρηδες
     κλητική μαουνιέρη μαουνιέρηδες
Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μαουνιέρης < μαούνα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μαουνιέρης αρσενικό ή θηλυκό(θηλυκό και μαουνιέρισσα)

  1. (επάγγελμα) ναυτεργάτης που απασχολείτο σε μαούνα ή φύλακας των εμπορευμάτων που μετέφερε η μαούνα
  2. πρόσωπο που βρίζει άσχημα
    Μιλάς σαν μαουνιέρης

  Μεταφράσεις επεξεργασία