ογκώδης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | ογκώδης | η | ογκώδης | το | ογκώδες |
γενική | του | ογκώδους | της | ογκώδους | του | ογκώδους |
αιτιατική | τον | ογκώδη | την | ογκώδη | το | ογκώδες |
κλητική | ογκώδη(ς) | ογκώδης | ογκώδες | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | ογκώδεις | οι | ογκώδεις | τα | ογκώδη |
γενική | των | ογκωδών | των | ογκωδών | των | ογκωδών |
αιτιατική | τους | ογκώδεις | τις | ογκώδεις | τα | ογκώδη |
κλητική | ογκώδεις | ογκώδεις | ογκώδη | |||
Κατηγορία όπως «μανιώδης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ογκώδης < αρχαία ελληνική ὀγκώδης < ὄγκος + -ώδης
Επίθετο
επεξεργασίαογκώδης, -ης, -ες
- που έχει μεγάλο όγκο
- πολυπληθής