Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

μαουνιέρικα < μαουνιέρης

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μαουνιέρικα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

  1. (ναυτικός όρος) χώρος λιμένος όπου συγκεντρώνονται ή φυλάσσονται μαούνες (φορτηγίδες)
  2. (ιδιωματισμός, λαϊκότροπο) ιδιωματική γλώσσα των μαουνιέρηδων χαρακτηριστική στις βωμολοχίες καθώς και σε απρεπείς συμπεριφορές
  3. (συνεκδοχικά) γενικά η χρήση βωμολοχιών, η αθυροστομία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

μαουνιέρικα