↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το φορτηγιδοφόρο τα φορτηγιδοφόρα
      γενική του φορτηγιδοφόρου των φορτηγιδοφόρων
    αιτιατική το φορτηγιδοφόρο τα φορτηγιδοφόρα
     κλητική φορτηγιδοφόρο φορτηγιδοφόρα
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
φορτηγιδοφόρο < φορτηγίδα + φέρω

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

φορτηγιδοφόρο ουδέτερο

  1. εμπορικό πλοίο τύπου αυτοκινούμενης πλωτής δεξαμενής που μεταφέρει φορτηγίδες με εμπορεύματα.
    το φορτηγιδοφόρο σπάνια εισέρχεται σε λιμάνι, ανταλλάσσει φορτηγίδες στο αγκυροβόλιο με ελάχιστο κόστος χρόνου προσέγγισης και λιμενικών τελών

Συνώνυμα

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία