φορτηγιδοφόρο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαφορτηγιδοφόρο ουδέτερο
- εμπορικό πλοίο τύπου αυτοκινούμενης πλωτής δεξαμενής που μεταφέρει φορτηγίδες με εμπορεύματα.
- το φορτηγιδοφόρο σπάνια εισέρχεται σε λιμάνι, ανταλλάσσει φορτηγίδες στο αγκυροβόλιο με ελάχιστο κόστος χρόνου προσέγγισης και λιμενικών τελών
Συνώνυμα
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία φορτηγιδοφόρο
|