αργοκίνητος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /aɾ.ɣoˈci.ni.tos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αρ‐γο‐κί‐νη‐τος
Επίθετο επεξεργασία
αργοκίνητος, -η, -ο
Μεταφράσεις επεξεργασία
αργοκίνητος
αργοκίνητος, -η, -ο