Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η νταλίκα οι νταλίκες
      γενική της νταλίκας των νταλικών
    αιτιατική την νταλίκα τις νταλίκες
     κλητική νταλίκα νταλίκες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Μια νταλίκα.

  Ετυμολογία επεξεργασία

νταλίκα < (άμεσο δάνειο) τουρκική talika (κάρο) (πλέον παρωχημένο) < ρωσική тележка (κάρο)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

νταλίκα θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία