Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
νταλικέρης
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.3
Άλλες μορφές
1.3.1
Συγγενικά
1.3.2
Συνώνυμα
1.3.3
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
νταλικέρ
ης
οι
νταλικέρ
ηδες
γενική
του
νταλικέρ
η
των
νταλικέρ
ηδων
αιτιατική
τον
νταλικέρ
η
τους
νταλικέρ
ηδες
κλητική
νταλικέρ
η
νταλικέρ
ηδες
Κατηγορία
όπως «
μανάβης
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
νταλικέρης
<
νταλίκ(α)
+
-έρης
Ουσιαστικό
επεξεργασία
νταλικέρης
αρσενικό ή θηλυκό
(
θηλυκό
νταλικέρισσα
)
(
επάγγελμα
)
οδηγός
νταλίκας
Άλλες μορφές
επεξεργασία
νταλικιέρης
Συγγενικά
επεξεργασία
νταλίκα
Συνώνυμα
επεξεργασία
φορτηγατζής
καραγωγέας
Μεταφράσεις
επεξεργασία
νταλικέρης
αγγλικά
:
truck driver
(en)
γαλλικά
:
routier
(fr)