καραγωγέας
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- καραγωγέας < (καθαρεύουσα) καραγωγεύς < κάρον + αρχαία ελληνική ἀγωγεύς (οδηγός)
Ουσιαστικό επεξεργασία
καραγωγέας αρσενικό
- (παρωχημένο, επάγγελμα) οδηγός κάρου
- (παρωχημένο, επάγγελμα) αμαξάς
- (παρωχημένο, λόγιο, επάγγελμα) φορτηγατζής
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
καραγωγέας
|