charretier
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | charretier | charretiers |
θηλυκό | charretière | charretières |
charretier (fr)
- o αμαξάς, o καροτσέρης, o καραγωγέας
Επίθετο
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | charretier | charretiers |
θηλυκό | charretière | charretières |
charretier (fr)