καροτσέρης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- καροτσέρης < (άμεσο δάνειο) ιταλική carrozziere με αποβολή του ημιφώνου ανάμεσα σε [s] και φωνήεν[1]. Μορφολογικά αναλύεται σε καρότσ(α) + -έρης.
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /kaˈɾoˈt͡se.ɾis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐ρο‐τσέ‐ρης
Ουσιαστικό
επεξεργασίακαροτσέρης αρσενικό
- (επάγγελμα) άλλη μορφή του καροτσιέρης
Μεταφράσεις
επεξεργασία καροτσέρης
→ δείτε τη λέξη αμαξάς |
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ καροτσιέρης - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας