↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο καροτσιέρης οι καροτσιέρηδες
      γενική του καροτσιέρη των καροτσιέρηδων
    αιτιατική τον καροτσιέρη τους καροτσιέρηδες
     κλητική καροτσιέρη καροτσιέρηδες
Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
καροτσιέρης < (άμεσο δάνειο) ιταλική carrozziere < carrozza < carro < λατινική carrus < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *kr̥s-o-< *k̑ers- (τρέχω). Μορφολογικά αναλύεται σε καρότσ(α) + -ιέρης

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

καροτσιέρης αρσενικό

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Συνώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία