ιππήλατος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ιππήλατος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἱππήλατος (ο κατάλληλος χώρος για ιππήλασία) & σημασιολογικό δάνειο από την αγγλική horse driven (wagon) ή από τη γερμανική Ρferdefuhrwerk. [1] Μορφολογικά αναλύεται σε ίππ(ος) + -ήλατος
Επίθετο επεξεργασία
ιππήλατος, -η, -ο
- που μετακινείται με τη βοήθεια ίππων, που σύρεται από άλογα
- ↪ ιππήλατη άμαξα
- ↪ ιππήλατο άρμα
- ↪ ιππήλατο όχημα
Συγγενικά επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ιππήλατος
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ ιππήλατος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας