ιππηλασία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ιππηλασία < αρχαία ελληνική ἱππηλᾰσία < ἵππος + ἐλαύνω
Ουσιαστικό επεξεργασία
ιππηλασία θηλυκό
- (λόγιο) η ιπποδρομία
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ιππηλασία
|
Δείτε επίσης : ἱππηλασία |
ιππηλασία θηλυκό
|