ελαύνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ελαύνω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐλαύνω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *h₁el- (κινώ, οδηγώ, πηγαίνω)
Ρήμα
επεξεργασίαελαύνω (συνήθως σε σύνθετα)
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ελαύνω
|