κωπηλασία σε ποτάμι της Ινδίας
 
αθλήτρια κωπηλασίας
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κωπηλασία οι κωπηλασίες
      γενική της κωπηλασίας των κωπηλασιών
    αιτιατική την κωπηλασία τις κωπηλασίες
     κλητική κωπηλασία κωπηλασίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κωπηλασία < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κωπηλασία[1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ko.pi.laˈsi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κω‐πη‐λα‐σί‐α

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

κωπηλασία θηλυκό

  1. η ενέργεια του κωπηλατώ
  2. (αθλητισμός) αγώνας σκαφών που κινούνται με κουπιά

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική κωπηλασί αἱ κωπηλασίαι
      γενική τῆς κωπηλασίᾱς τῶν κωπηλασιῶν
      δοτική τῇ κωπηλασί ταῖς κωπηλασίαις
    αιτιατική τὴν κωπηλασίᾱν τὰς κωπηλασίᾱς
     κλητική ! κωπηλασί κωπηλασίαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  κωπηλασί
γεν-δοτ τοῖν  κωπηλασίαιν
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κωπηλασία ήδη τον 4ο αιώνα πκε στον Αριστοτέλη < κωπηλάτης + -ία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

κωπηλασία, -ας θηλυκό

  • κωπηλασία
    ※  4ος πκε αιώνας Ἀριστοτέλης, Μετεωρολογικά 2.9, p. 77 @scaife.perseus
    Δηλοῖ δ’ ἐπὶ τῆς εἰρεσίας τῶν τριήρων· ἤδη γὰρ ἀναφερόντων πάλιν τὰς κώπας ὁ πρῶτος ἀφικνεῖται ψόφος τῆς κωπηλασίας.

Συγγενικά

επεξεργασία