κωπηλάτης
Ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- κωπηλάτης < αρχαία ελληνική κωπηλάτης < κώπη + ἐλαύνω
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /ko.piˈla.tis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κω‐πη‐λά‐της
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
κωπηλάτης αρσενικό (θηλυκό: κωπηλάτισσα & κωπηλάτρια)
- αυτός που κωπηλατεί
- ο αθλητής της κωπηλασίας
Άλλες μορφέςΕπεξεργασία
Επεξεργασία
- κωπηλασία
- κωπηλάτημα / κωπηλάτισμα / κωπηλάτηση
- κωπηλατικός
- κωπηλάτισσα / κωπηλάτρια
- κωπήλατος
- κωπηλατώ
- → δείτε τις λέξεις κουπί, κώπη και ελαύνω