ἐρέτης
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | ἐρέτης | οἱ | ἐρέται |
γενική | τοῦ | ἐρέτου | τῶν | ἐρετῶν |
δοτική | τῷ | ἐρέτῃ | τοῖς | ἐρέταις |
αιτιατική | τὸν | ἐρέτην | τοὺς | ἐρέτᾱς |
κλητική ὦ! | ἐρέτᾰ | ἐρέται | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἐρέτᾱ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ἐρέταιν | ||
1η κλίση, ομάδα 'στρατιώτης', Κατηγορία 'τοξότης' όπως «τοξότης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- ἐρέτης, ήδη μυκηναϊκή 𐀁𐀩𐀨 (e-re-ta) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *h₁reh₁-t- > *h₁reh₁ (κωπηλατώ) [1]
Ουσιαστικό επεξεργασία
ἐρέτης
- κωπηλάτης
- ἐρέτην χρῆναι πρῶτα γενέσθαι πρὶν πηδαλίοις ἐπιχειρεῖν ( Αριστοφάνης, Ἱππῆς, 541)
- από κουπολάτης, πριν πιάσεις στο χέρι σου τιμόνι, κατόπι να πιλοτάρεις και να βιγλίσεις τους ανέμους, (Μετάφραση: Ηλίας Σπυρόπουλος @greek-language.gr)
- ἐρέτην χρῆναι πρῶτα γενέσθαι πρὶν πηδαλίοις ἐπιχειρεῖν ( Αριστοφάνης, Ἱππῆς, 541)
Συγγενικά επεξεργασία
θέμα -ηρ- (έκταση του ε στη σύνθεση)
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ ερέτης - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές επεξεργασία
- ἐρέτης - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἐρέτης - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.