λαμνοκόπος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- λαμνοκόπος < λάμνω
Ουσιαστικό επεξεργασία
λαμνοκόπος αρσενικό
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
λαμνοκόπος
→ δείτε τη λέξη κωπηλάτης |
λαμνοκόπος αρσενικό
→ δείτε τη λέξη κωπηλάτης |