λαμνοκόπος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαλαμνοκόπος αρσενικό
- ο κωπηλάτης
- ※ 19ος/20ος αιώνας, ⌘ Ανδρέας Καρκαβίτσας, Λόγια της Πλώρης, συλλογή διηγημάτων, (2015), εκδόσεις: Pelekanos Books, ISBN 9789604007943, (αρχική έκδοση: 1899), @google.gr/books
- Τρεῖς λαμνοκόποι ἦταν ἄχρηστοι ἀπὸ τὶς πληγές τῶν Ἁράπηδων. Ἡ τύχη, λὲς γιὰ ἱσοζύγισμα, ἔφερε ἔτσι τὰ πράματα, ὥστε τὴν ἐποχὴ ποὺ κατεβαίνουν οἱ ναῦτες μας, νὰ κατεβαίνουν καὶ οἱ Ἀραπάδες ἀπὸ τὰ χειμαδιά τους. Ἡ θάλασσα γεμίζει ἄρμενα, γεμίζει καὶ ἡ στεριά κουδούνια, γκλίτσες, πρόβατα καὶ καλύβες.
- ※ 19ος/20ος αιώνας, ⌘ Ανδρέας Καρκαβίτσας, Λόγια της Πλώρης, συλλογή διηγημάτων, (2015), εκδόσεις: Pelekanos Books, ISBN 9789604007943, (αρχική έκδοση: 1899), @google.gr/books
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία λαμνοκόπος
→ δείτε τη λέξη κωπηλάτης |
Πηγές
επεξεργασία- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)