κωπηλάτηση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κωπηλάτηση | οι | κωπηλατήσεις |
γενική | της | κωπηλάτησης | των | κωπηλατήσεων |
αιτιατική | την | κωπηλάτηση | τις | κωπηλατήσεις |
κλητική | κωπηλάτηση | κωπηλατήσεις | ||
Η λόγια γενική ενικού σε -εως δε συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις. | ||||
Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίακωπηλάτηση θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του κωπηλατώ
Άλλες μορφές
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη κωπηλασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία κωπηλάτηση
|
Πηγές
επεξεργασία- κωπηλάτηση — Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη ISBN:960-231-097-9 & online @greek-language.gr (συντομογραφίες, αστερίσκος για λέξεις στη λογοτεχνία)