κωπηλάτηση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κωπηλάτηση | οι | κωπηλατήσεις |
γενική | της | κωπηλάτησης | των | κωπηλατήσεων |
αιτιατική | την | κωπηλάτηση | τις | κωπηλατήσεις |
κλητική | κωπηλάτηση | κωπηλατήσεις | ||
Η λόγια γενική ενικού σε -εως δε συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις. | ||||
Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
κωπηλάτηση θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του κωπηλατώ
Άλλες μορφές επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη κωπηλασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
κωπηλάτηση
|
Πηγές επεξεργασία
- κωπηλάτηση - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)