Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κωπηλάτηση οι κωπηλατήσεις
      γενική της κωπηλάτησης των κωπηλατήσεων
    αιτιατική την κωπηλάτηση τις κωπηλατήσεις
     κλητική κωπηλάτηση κωπηλατήσεις
Η λόγια γενική ενικού σε -εως δε συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις.
Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κωπηλάτηση < κωπηλατώ + -ση

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κωπηλάτηση θηλυκό

Άλλες μορφές επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία