κωπηλατήσεις
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
κωπηλατήσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος κωπηλατώ
- θα κωπηλατήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος κωπηλατώ
κωπηλατήσεις