↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο βαρκάρης οι βαρκάρηδες
      γενική του βαρκάρη των βαρκάρηδων
    αιτιατική τον βαρκάρη τους βαρκάρηδες
     κλητική βαρκάρη βαρκάρηδες
Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
βαρκάρης < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική βαρκάρης.[1] Συγχρονικά αναλύεται σε βάρκ(α) + -άρης

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /vaɾˈka.ɾis/
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

βαρκάρης αρσενικό (θηλυκό βαρκάρισσα)

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία