Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η βαρκάρισσα οι βαρκάρισσες
      γενική της βαρκάρισσας των βαρκαρισσών
    αιτιατική τη βαρκάρισσα τις βαρκάρισσες
     κλητική βαρκάρισσα βαρκάρισσες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

βαρκάρισσα < βαρκάρης + κατάληξη θηλυκού -ισσα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

βαρκάρισσα θηλυκό (αρσενικό βαρκάρης)

  1. (επάγγελμα) αυτή που έχει ή οδηγεί μια βάρκα
  2. η γυναίκα του βαρκάρη

  Μεταφράσεις επεξεργασία