Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Donate Now
If this site has been useful to you, please give today.
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
κωπηλατικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
κωπηλατικ
ός
η
κωπηλατικ
ή
το
κωπηλατικ
ό
γενική
του
κωπηλατικ
ού
της
κωπηλατικ
ής
του
κωπηλατικ
ού
αιτιατική
τον
κωπηλατικ
ό
την
κωπηλατικ
ή
το
κωπηλατικ
ό
κλητική
κωπηλατικ
έ
κωπηλατικ
ή
κωπηλατικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
κωπηλατικ
οί
οι
κωπηλατικ
ές
τα
κωπηλατικ
ά
γενική
των
κωπηλατικ
ών
των
κωπηλατικ
ών
των
κωπηλατικ
ών
αιτιατική
τους
κωπηλατικ
ούς
τις
κωπηλατικ
ές
τα
κωπηλατικ
ά
κλητική
κωπηλατικ
οί
κωπηλατικ
ές
κωπηλατικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
κωπηλατικός
<
ελληνιστική κοινή
κωπηλατικός
<
αρχαία ελληνική
κωπηλάτης
Επίθετο
επεξεργασία
κωπηλατικός
που έχει
σχέση
με τον
κωπηλάτη
ή την
κωπηλασία
ή αναφέρεται σ’ αυτά
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τη
λέξη
κωπηλάτης
Μεταφράσεις
επεξεργασία
κωπηλατικός
πολωνικά
:
wioślarski
(pl)