κώπη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κώπη | οι | κώπες |
γενική | της | κώπης | των | κωπών |
αιτιατική | την | κώπη | τις | κώπες |
κλητική | κώπη | κώπες | ||
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίακώπη < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κώπη
Ουσιαστικό
επεξεργασίακώπη θηλυκό
- (αρχαιοπρεπές) το κουπί [1]
- ※ Ἠκούοντο αἱ κῶπαι σχίζουσαι τὴν θάλασσαν, ἠκούετο καὶ τῶν σκαρμῶν ὁ γογγυσμὸς ὑπὸ της κώπης τὴν πίεσιν. (Δημήτριος Βικέλας, Λουκής Λάρας)
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία κώπη
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)