ερέτης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | ερέτης | οι | ερέτες |
γενική | του | ερέτη | των | ερετών |
αιτιατική | τον | ερέτη | τους | ερέτες |
κλητική | ερέτη | ερέτες | ||
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- ερέτης < αρχαία ελληνική ἐρέτης
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ερέτης αρσενικό
- (ναυτικός όρος): ο κωπηλάτης