πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η απέλαση οι απελάσεις
      γενική της απέλασης* των απελάσεων
    αιτιατική την απέλαση τις απελάσεις
     κλητική απέλαση απελάσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, απελάσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

απέλαση θηλυκό

  • η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του απελαύνω, η εκδίωξη ενός ανεπίθυμητου ή δυνάμει επικίνδυνου αλλοδαπού από μία χώρα

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία