reconduite
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- reconduite < reconduire
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /re.kɔ̃.dɥit/
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
reconduite | reconduites |
reconduite (fr) θηλυκό
- η απέλαση
ενικός | πληθυντικός |
reconduite | reconduites |
reconduite (fr) θηλυκό